φρονημα

φρονημα
    φρόνημα
    -ατος τό тж. pl.
    1) образ мыслей, мышление, настроение
    

(φ. καὴ γνώμη Soph.)

    ἐν ἐλευθέρῳ φρονήματι βεβιωκώς Plat. — мысливший, как мыслят люди свободные;
    μένειν ἐμπέδοις φρονήμασιν Soph. — сохранять неизменный образ мыслей

    2) разум, (здравое) суждение, здравый смысл
    

(διαφαίνειν ἀλκέν καὴ φ. μετὰ νοῦ καὴ συνέσεως βεβαιον Plut.)

    3) возвышенный образ мыслей, благородство, мужество
    

(ἀνέρ φ. ἔχων Thuc.)

    δουλοῦν τὸ φ. Thuc. — сломить мужество

    4) намерение, воля
    

(τοιόνδ΄ ἐμὸν φ. Soph.)

    ἐν φρονήματι εἶναι τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι Thuc. — мечтать о гегемонии над Пелопоннесом

    5) (само)уверенность Xen.
    6) высокомерие, гордыня
    

(φρονήματος πλέως ὅ μῦθός ἐστιν Aesch.)

    παυσάμενοι τῶν φρονημάτων Isocr. — отбросив гордость


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φρονημα" в других словарях:

  • φρόνημα — mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ …   Dictionary of Greek

  • φρόνημα — το, ατος 1. ό,τι φρονεί κανείς, ιδεολογία, αρχές, κοσμοθεωρία: Άλλαξε τα πολιτικά του φρονήματα. 2. συναίσθηση της αξίας ή της υπεροχής, αυτοπεποίθηση, το ηθικό: Μετά τη νίκη του ο στρατός έχει υψηλό φρόνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρόνημ' — φρόνημα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονημάτων — φρόνημα mind neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασι — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήμασιν — φρόνημα mind neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματα — φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματι — φρόνημα mind neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονήματος — φρόνημα mind neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»